σύγγραφος

σύγγραφος
(I)
και βοιωτ. τ. σούγγραφος και δωρ. τ. σύγγροφος, ἡ, Α
συγγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού συγγραφή, κατά τα θηλ. σε -ος].
————————
(II)
-ον, Α
αυτός που έχει συμφωνηθεί εγγράφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγγράφω — σύγγραφος inscribed list fem nom/voc/acc dual σύγγραφος inscribed list fem gen sg (doric aeolic) συγγράφω write pres subj act 1st sg συγγράφω write pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγγραφε — σύγγραφος inscribed list fem voc sg συγγράφω write pres imperat act 2nd sg συγγράφω write imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ασύγγραφος — ἀσύγγραφος, ον (Α) [σύγγραφος] χωρίς συγγραφή ή γραπτή συμφωνία …   Dictionary of Greek

  • σύγγροφος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συγγραφος …   Dictionary of Greek

  • υποσύγγραφος — ὁ, Α αυτός που συμπράττει σε έννομη σχέση, που συνυπογράφει μια συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σύγγραφος (< συγγραφή «συμβόλαιο»)] …   Dictionary of Greek

  • συγγράφων — σύγγραφα inscribed list neut gen pl σύγγραφος inscribed list fem gen pl συγγράφω write pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”